- κατάφαρκτος
- κατάφαρκτος, -ον (Α)(αττ. τ.) βλ. κατάφρακτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάφαρκτος — κατάφρακτος covered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάφραχτος — και κατάφρακτος, η, ο (AM κατάφρακτος, ον, Α αττ. τ. και κατάφαρκτος, ον) [καταφράσσω] 1. αυτός που είναι φραγμένος από παντού, περίφρακτος, περίκλειστος 2. (για ιππείς και για άλογα) αυτός που έφερε πανοπλία, καταφράκτη*, δηλ. θώρακα και άλλα… … Dictionary of Greek